Συναισθήματα και ψυχική ανάπτυξη στην Πολιτισμική Ψυχολογία. Εαυτός και διαλογικότητα στην Ψυχολογία. Vygotsky και άλλες προσεγγίσεις

Οι παρακάτω εργασίες εκπονήθηκαν στα πλαίσια των σπουδών µου στο τµήµα  Ψυχολογίας.
ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ ΚΑΙ Η «ΛΥΣΗ» ΤΟΥ

Μάθηµα: Ψυχολογία Συναισθηµάτων. Εποπτεύων καθηγητής: Π. ΕΚΚΕΚΑΚΗΣ, Ιούνιος 2009.
Στο λεξικό των Τεγόπουλου – Φυτράκη (1999) ο φθόνος ορίζεται ως κακεντρέχεια και ως λύπη για την ευτυχία των άλλων ή τα αγαθά τους. Από αυτό συµπεραίνεται ότι πρόκειται για ένα δυσάρεστο συναίσθηµα, µια καταστροφική εξέλιξη της ζήλιας που γίνεται έκφραση θλίψης.
Είναι ένα από τα εφτά θανάσιµα αµαρτήµατα. Πολλοί έχουν ασχοληθεί µε το θέµα και έχει µελετηθεί από διάφορες οπτικές και επιστήµες (φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχολογία, πολιτική, θεολογία, λογοτεχνία). Συχνά, ειδικά στη λαϊκή παράδοση, συνδέεται µε δεισιδαιµονίες και προκαταλήψεις. Ο Main (στον Kreeger, 1992) αναφέρει ότι σε επίπεδο µεγάλων οµάδων οι άνθρωποι τείνουν να κρύβουν επιτυχίες, προτερήµατα και πραγµατικές σκέψεις προκειµένου να αποφύγουν το φθόνο. Η ανωνυµία εξασφαλίζει προστασία από το φθόνο.
∆ιάφοροι φιλόσοφοι ενδιαφέρθηκαν για το φθόνο. Ο Αριστοτέλης στην Ρητορική αναφέρει ότι η άµιλλα είναι µια µορφή καλού φθόνου που µπορεί να καταλήξει και στο θαυµασµό και στη µίµηση πραγµάτων που αρχικά φθονούσαµε. Ο Αριστοτέλης ίσως είναι ο µόνος που εντόπισε θετικά στοιχεία στο φθόνο, καθώς η µετατροπή σε µίµηση είναι σπάνια. Όλοι στέκονται στην καταστροφική διάσταση του φθόνου. Σύµφωνα µε την άποψη του Καντ είναι ένα συναίσθηµα εγγενές στη φύση του
ανθρώπου. Όταν εκδηλώνεται γίνεται απεχθές ελάττωµα που βασανίζει το υποκείµενο και επιδιώκει την καταστροφή της ευτυχίας των άλλων ανθρώπων. Ο φθόνος σύµφωνα µε τον Καντ αντιµάχεται τον εαυτό του επειδή αποτρέπει να δούµε το δικό µας αγαθό να επισκιάζεται από το αγαθό των άλλων (Epstein, 2005).
…..
Συνεχίζοντας την εξέταση των συναισθηµάτων από την άποψη της ηθικής είναι ενδιαφέρον ο µηχανισµός που δηµιουργεί µνησικακία και φθόνο. Με αφορµή την άποψη του Elster περί ηθικής αγανάκτησης ο ∆εµερτζής (2006) φθάνει στο συµπέρασµα ότι αν λείπει η πεποίθηση της αλλαγής, η πίστη ότι η κατάσταση είναι δυνατόν να διαφοροποιηθεί, τότε βιώνεται το συναίσθηµα του φθόνου. Από την άλλη, η µνησικακία βιώνεται όταν λείπει η απόδοση υπαιτιότητας για την άδικη κατάσταση ταυτόχρονα µε την πεποίθηση της αλλαγής. Το υποκείµενο που φθονεί χαρακτηρίζεται από βαθιά αλαζονεία και ανασφάλεια. Φθονεί την επιτυχία και την ευτυχία του άλλου, δεν την επιθυµεί για τον εαυτό του. ∆εν θέλει να την έχει ο άλλος, ή δυνατόν να καταστραφεί. Όταν υπάρχει φθόνος δεν ισχύει το ‘θέλω ό,τι έχει’ που ανάγεται στη ζήλια, αλλά το ‘θέλω να µην έχει, ό,τι έχει’ (∆εµερτζής & Λίποβατς, 2006).
Ο Λίποβατς (2006) επιχειρεί µια πολιτισµική προσέγγιση του φθόνου. Ξεκινά από τη διαπίστωση ότι είναι ένα καθολικό συναίσθηµα. Σε όλους τους πολιτισµούς ο άνθρωπος καλείται να δείξει ντροπή και να αποφύγει να εκδηλώσει φθόνο (κοινωνικό άγχος). Ο φθονών είναι πάντα µόνος. Φθονεί τον άλλον χωρίς να έχει πραγµατική σχέση µαζί του. Ο Schoeck, (στο ∆εµερτζής & Λίποβατς, 2006) αναφέρει ότι ο φθόνος παρουσιάζεται ως ψυχαναγκαστική σύγκριση του φθονούντος µε τον άλλον. Ο φθονών δεν έχει πραγµατικό όφελος παρά φανταστικό: θεωρεί τη φαντασιακή εικόνα του εαυτού του εξυψωµένη και την εικόνα του άλλου ένα τιποτένιο αντικείµενο που αξίζει να ταπεινωθεί. Η αφορµή δεν εξαρτάται από το µέγεθος τηςδιαφοράς από τον άλλον, αλλά από την κοινωνική και φαντασιακή απόσταση απόαυτόν. Πρόκειται για µια πραγµατική σχέση εντός µιας κοινής οµάδας. Εξαιρείται η περίπτωση κατά την οποία µεσολαβεί µια ιδεολογία, παραδείγµατος χάρη, µια κοινωνική τάξη µπορεί να φθονήσει µια άλλη. Γενικά, χρειάζεται πάντα να υπάρχει το στοιχείο της σύγκρισης στο οικείο συναισθηµατικό περιβάλλον του φθονούντος (∆εµερτζής & Λίποβατς, 2006).
Η ψυχανάλυση έδωσε µεγάλη έµφαση στο φθόνο. Ο Λίποβατς (2006) αναφέρει σχόλια του Freud για το θέµα. Ο ναρκισσισµός δηµιουργεί φθόνο. Τα υποκείµενα επιθυµούν να διατηρήσουν τις διαφορές από τους άλλους, ώστε έτσι να βρίσκουν τη φαντασιακή τους ταυτότητα. Τις έχουν ανάγκη και όταν τείνουν να εξαλειφθούν δηµιουργείται δυσφορία και επιθετικότητα.
……
Ο φθόνος κατέχει κεντρική θέση στη θεωρία της Μ. Klein. Η θεώρησή της είναι πιο σφαιρική από τον Freud, ο οποίος εστίασε στον φθόνο του πέους. Τον διαφοροποίησε από τη ζήλια και την απληστία. Ο φθόνος σύµφωνα µε τη θεωρία της Klein βιώνεται σε µια δυαδική σχέση όπου το υποκείµενο φθονεί το αντικείµενο για κάτι που κατέχει ή για µια ιδιότητά του και συνήθως µε όρους µερικών - αντικειµένων. Ένα υποκείµενο που φθονεί επιθυµεί την καλοσύνη του αντικειµένου (π.χ. το βρέφος επιθυµεί την κατοχή του µαστού που το τρέφει). Επειδή δεν µπορεί να γίνει αυτό στρέφεται εναντίον της καλοσύνης του αντικειµένου για να εξαλείψει την πηγή των
φθονερών συναισθηµάτων. Αυτή η καταστροφική πλευρά γίνεται επικίνδυνη για τηνεξέλιξη του ατόµου αφού η πηγή καλοσύνης µετατρέπεται σε κακό αντικείµενο µε συνέπεια να µην µπορούν να επιτευχθούν θετικές ενδοβολές. Ο φθόνος δηλαδή, αν και προκαλείται από την πρωτογενή αγάπη και το θαυµασµό φτάνει να διακατέχεται από το ένστικτο του θανάτου. Αποτελεί την πιο πρώιµη άµεση εξωτερίκευση του.
Έντονα συναισθήµατα φθόνου οδηγούν στην απελπισία. Το ιδεώδες αντικείµενο έχει ανατραπεί. ∆εν υπάρχει ελπίδα αγάπης ή βοήθειας από πουθενά. Το υποκείµενο µε το φθόνο του έχει καταστρέψει τα καλά αντικείµενα µε συνέπεια να νιώθει ενοχή και ότι καταδιώκεται από αυτά. Ένας φαύλος κύκλος αναπτύσσεται όπου ο φθόνος εµποδίζει την θετική ενδοβολή και άρα την ανακούφιση και την ωρίµανση, πράγµα που µε τη
σειρά του αυξάνει το φθόνο (Σήγκαλ, 2001).
Ο Bion, µαθητής της Klein, θεώρησε τον φθόνο µε παρόµοιο τρόπο. Η βίαιη αγάπη σε συνδυασµό µε την αβάσταχτη µαταίωση έχουν απεχθή αποτελέσµατα. Την συνδέει µε την σκληρότητα, η οποία απευθύνεται τόσο στον εαυτό όσο και σε άλλα πρόσωπα.
Το ‘αντικείµενο’ συµβολικά έχει εξοντωθεί από τον φθονερό άνθρωπο (Sandler, 2005). Θεωρούσε ότι µια µορφή πρώιµου και εµφανή φθόνου είναι ικανή να εξηγήσει την ανικανότητα ψυχωτικών ασθενών να βρουν ικανοποίηση ακόµα και µε την χρήση παραισθήσεων, ενός παντοδύναµου ψυχωτικού µηχανισµού (Lopez – Corvo, 2003).
Η ψυχολογία του Εγώ δίνει µια εναλλακτική ερµηνεία για την προέλευση του
φθόνου. Σε αντίθεση µε την εξήγηση της ενστικτικής βάσης, το συνδέει µε το
ναρκισσιστικό τραύµα. Η µαταίωση των αναγκών του, υποστηρίζει η ψυχολογία του Εγώ, οδηγεί σε οργή, κατατεµαχισµό και εξάντληση. Ο φθόνος αντιπροσωπεύει µια παραλλαγή της ναρκισσιστικής οργής (Stone, 1992).
Συνεχίζοντας σε ψυχαναλυτικές απόψεις, παρουσιάζει ενδιαφέρον η ένταξη του φθόνου σε ένα βιοψυχοκοινωνιολογικό µοντέλο από τον R.Whitman (στον Stone, 1992). Σε βιολογικό επίπεδο ο φθόνος περιλαµβάνει φυσικές συνιστώσες όπως ο φθόνος του αρσενικού προς το γυναικείο στήθος ή την ικανότητα να βλάψει τα παιδιά του. Σε ψυχολογικό επίπεδο ο φθόνος αγγίζει τις γνωστικές διαδικασίες και τη συναισθηµατική ευαισθητοποίηση του ατόµου. Σε κοινωνικό επίπεδο ο φθόνος εντοπίζεται στην απόκτηση και επίδειξη υλικών αγαθών και πλούτου. Η εµµονή σε οποιαδήποτε από αυτές τις συνιστώσες διαταράσσει την αυτο-εκτίµηση και την εσωτερική ισορροπία του ατόµου (Stone, 1992).
Ο Hopper (2000), µέσα από κλινικές παρατηρήσεις σε θεραπευτικές οµάδες έγραψε για το συναίσθηµα του φθόνου, όπως αναδύεται σε αυτές. Παρατήρησε ότι είναι πάντα επώδυνο, συµβαδίζει µε µια αίσθηση κενού και απαξίωσης των πάντων.
Εκµηδενίζει µάλιστα την ικανότητα των ανθρώπων να αισθάνονται ελπίδα και
αισιοδοξία.
Στη θεωρία του για το Anti – Group ο Nitsun (1996) προχώρησε πέρα από την εµφάνιση του φθόνου σε µια δυαδική σχέση. Τονίζει τις αντιθεραπευτικές δυνάµεις που µπορεί να αναπτυχθούν σε µια θεραπευτική οµάδα. Η ανάδυση του φθόνου και του ανταγωνισµού κατέχουν βασική θέση στη θεωρία του. Το Anti – Group περιγράφεται σαν µια σειρά συνειδητών και ασυνείδητων στάσεων ή παρορµήσεων που εκδηλώνονται µε διάφορους τρόπους και απειλούν την ενότητα, την καλή λειτουργία και τη θεραπευτική αποτελεσµατικότητα της οµάδας. Ο Nitsun παρατήρησε ότι ο φθόνος σε µια θεραπευτική οµάδα εµφανίζεται τόσο προς το θεραπευτή, όσο µεταξύ των µελών, αλλά και προς την οµάδα ως όλον. Συσχετίζει τη δυσκολία επεξεργασίας του φθόνου µε τα συναισθήµατα ντροπής και ταπείνωσης που
συνοδεύουν το φθόνο. Η επιµονή µιας θεραπευτικής οµάδας να ασχοληθεί µε αυτές τις συναισθηµατικές δυσκολίες όχι µόνο δεν επαυξάνει τις καταστροφικές τάσεις αλλά προσδίδει δύναµη στα µέλη και οδηγεί σε ωφέλιµα θεραπευτικά αποτελέσµατα.
(αποσπάσµατα από το δεύτερο µέρος περί της Λύσης του Φθόνου).
Στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία αναφέρονται οι εννιά µηχανισµοί άµυνας που
επιστρατεύει το Εγώ εναντίον του φθόνου όπως αναφέρθηκαν από την M.Klein.
• Εξιδανίκευση.
• Σύγχυση.
• Αποµάκρυνση από τη µητέρα προς άλλους ανθρώπους.
• Απαξίωση του αντικειµένου.
• Απαξίωση του εαυτού.
• Η άπληστη εσωτερίκευση του µαστού.
• Κατεύθυνση του φθόνου σε άλλους.
• Κατευνασµός συναισθηµάτων αγάπης και εντατικοποίηση του µίσους.
• Εκδραµάτιση σε ψυχαναλυτικό πλαίσιο (Kreeger, 1992).
Ο Wooster (1998) προτείνει τη λύση του φθόνου µέσω της ζήλιας. Τονίζει τη
σηµασία της λύσης του φθόνου για έναν άνθρωπο µέσω εσωτερικής διεργασίας, µέσω της επιδίωξης επικοινωνίας µε τους δικούς του ανθρώπους αλλά και τους ανθρώπους του ευρύτερου περίγυρου. Το κέρδος είναι µεγάλο από µια τέτοια προσπάθεια όσο δύσκολη κι αν είναι, όσο κι αν ανακαλύπτει κανείς την καταστροφική πλευρά του εαυτού του.
…..
Μέσα από τους τρεις παράγοντες που τοποθετούν σε δυο κατηγορίες τους
φθονούντες, η Berman (2007) αφήνει να φανεί µια έννοια ελπίδας που εµπεριέχεται στο φθόνο: την ελπίδα της ισοτιµίας και της επίτευξης. Ο φθόνος µπορεί να γίνει ένα σηµείο εκκίνησης για δράση. Η µια κατηγορία φθονούντων είναι αυτή που λειτουργεί διαβρωτικά και καταστροφικά. Η άλλη είναι αυτοί που έχουν την τάση για αυτενέργεια και ισοτιµία. Οι τρεις παράγοντες που τους διαφοροποιούν έχουν να κάνουν µε:
1. Ευαισθητοποίηση, συνειδητότητα και κατοχή του συναισθήµατος.
2. Αυτο-εκτίµηση και ικανότητα κριτική του εαυτού σαν µέρος της αυτο -
εικόνας.
3. Αίσθηµα δικαιοδοσίας ή αξίας εαυτού.
Οι φθονούντες λοιπόν που µοχθούν και κάνουν την αυτοκριτική τους είναι αυτοί που επιτυγχάνουν τη συνειδητοποίηση του φθόνου τους, έχουν πίστη στις ικανότητες τους και θετική εκτίµηση της αξίας τους ως άνθρωποι. Αντίθετα, οι φθονούντες που έχουν την τάση να γίνονται καταστροφικοί δεν αναγνωρίζουν αυτή τους την τάση και δεν την ελέγχουν. Έχουν την τάση να βλάπτουν τους άλλους αντί να προάγουν τους εαυτούς τους. Η αποφυγή πηγάζει από το φθόνο. Άνθρωποι που αναγνωρίζουν τον φθόνο τους αλλά δεν έχουν υψηλές προσδοκίες για τον εαυτό τους προτιµούν να αποφεύγουν την πρόκληση και να παίρνουν αποστάσεις σε πιο ήρεµες και αδιάφορες
κοινωνικές καταστάσεις. Πολλές φορές ο φθόνος σε αυτήν την περίπτωση
αντικαθιστά την θλίψη. (Berman 2007).
……
Μια διαπίστωση για την αντιµετώπιση του φθόνου που κουβαλά κάθε άνθρωπος και παρατηρείται σε µια κοινωνική πραγµατικότητα είναι η εξής: η περίπτωση της καθαρής µετουσίωσης σε πράξη είναι σπάνια και η καθηµερινότητα αποκαλύπτει και ενισχύει σύνθετες, διφορούµενες καταστάσεις όπου συνυπάρχουν µετουσιωτικά ηθικά στοιχεία µε ιδιοτελή, νευρωτικά συµπτώµατα. Το ‘καλό’ σύµπτωµα αντιτίθεται στο ‘κακό’ σύµπτωµα. Οι άνθρωποι αντί να φθονούν ο ένας τον άλλον, επιδίδονται
σε δηµιουργικές πράξεις, απόκτηση κριτικής, ορθολογικής γνώσης και επιδεικνύουν θεµιτό ανταγωνισµό σε υγιή κοινωνικά πλαίσια (∆εµερτζής & Λίποβατς 2006).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλης, Ρητορική [µτφρ. Ηλίας Φ. Ηλιού, (2002). Αθήνα: Κέδρος].
Berman, A. (2007). Envy at the cross – road between destruction, self- actualization
and avoidance. Στο: Navaro and Schwartzberg (eds), Envy, Competition and Gender
(17-33). London: Routledge.
Berman, A. (2007). Envy and Generativity. Στο: Navaro and Schwartzberg (eds),
Envy, Competition and Gender (99-119). London: Routledge.
∆εµερτζής, Ν. & Λίποβατς Θ. (2006). Φθόνος και Μνησικακία. Αθήνα: Πόλις.
Epstein, J. (2005). Φθόνος: Τα Επτά Θανάσιµα Αµαρτήµατα. [µτφρ: Πανάγου, Ε.]
Αθήνα: Νεφέλη.
Hopper, E. (2000). The problems of context in group-analytic psychotherapy: a
clinical illustration and a brief theoretical discussion. Στο: Pines, M. (ed), Bion and
Group Psychotherapy (330 - 353). London: Jessica Kingsley.
Κακαβούλης, Α. (1998). Η Συγνώµη στις ∆ιαπροσωπικές Σχέσεις. Αθήνα: Ελληνικά
Γράµµατα.
Kreeger, L. (1992). Envy Preemption in Small and Large Groups. Group Analysis, 25,
391- 408.
Lopez – Corvo, R. E. (2003). The Dictionary of the Work of W.R.Bion. London:
Karnac.
Nitsun, M. (1996). The Anti-Group, Destructive forces in the group and their creative
potential. London: Routledge.
Sandler, P.C. (2005). The Language of Bion. London: Karnac.
Σήγκαλ, Χ. (2001). Εισαγωγή στο έργο της Μέλανι Κλάιν. Αθήνα: Καστανιώτη.
Stone, W. (1992). A Self Psychology Perspective of Envy in Group Psychotherapy.
Group Analysis, 25, 413 - 431.
Τεγόπουλος – Φυτράκη (1999). Μείζον Ελληνικό Λεξικό. Αθήνα: Αρµονία.
Turner, J. & Stets, J. (2005). The Sociology of Emotions. New York: Cambridge
University Press.
Wooster, G. (1998). The Resolution of Envy through Jealousy. Group Analysis, 31,
327- 340.

Συναισθήµατα και ψυχική ανάπτυξη στην Πολιτισµική Ψυχολογία.
Εαυτός και διαλογικότητα στην Ψυχολογία. Vygotsky και άλλες
προσεγγίσεις
Σεµινάριο: Πολιτισµική και Ιστορική Ψυχολογία. Εποπτεύων καθηγητής: Μανώλης
∆αφέρµος. Ιούνιος 2010