Έφηβοι και ομαδικότητα

Εισήγηση για την ηµερίδα µε θέµα ‘Τα παιδιά και οι Έφηβοι στην Οικογένεια και το Σχολείο’ του Ελληνικού Οργανισµού Ψυχοθεραπείας και Παιδείας στην Οµαδική Ανάλυση. Εισηγητής: Σπύρος Λούτσος 19 Ιανουαρίου 2008
Η εφηβεία είναι γνωστή ως η περίοδος που εκτείνεται στη δεύτερη δεκαετία της ζωής ενός ανθρώπου. Πρόκειται για εκείνη την ηλικιακή περίοδο που ξεκινά περίπου από το 12ο έτος και ολοκληρώνεται περίπου στο 18ο έτος της ζωής του ανθρώπου. Πέρα όµως από αυτό, η έναρξη και το τέλος της εφηβείας σηµατοδοτούνται από τις προσδοκίες της κοινωνίας µέσα στην οποία ζουν οι νέοι άνθρωποι, οπότε και συνδέεται µε την κουλτούρα της κάθε κοινωνίας. Οι προηγούµενες εµπειρίες παίζουν πολύ µεγάλο ρόλο για την ‘οµαλή’ εξέλιξη ενός εφήβου και είναι για τον καθένα ιδιαίτερη, ανάλογα µε τα βιώµατά του. 
Η εφηβεία χωρίζεται συνήθως σε τρεις περιόδους: (1) πρώιµη (ηλικίες 11 µέχρι 14), (2) µέση (ηλικίες 14 µέχρι 17) και (3) όψιµη (ηλικίες 17 µέχρι 20). Αυτός όµως ο διαχωρισµός είναι αυθαίρετος, καθώς η ανάπτυξη και περισσότερο η σωµατική ανάπτυξη, διαφέρει από άτοµο σε άτοµο. Πρέπει να διαχωριστεί η ήβη από την εφηβεία. Η πρώτη είναι µια διαδικασία σωµατικής αλλαγής, ενώ η δεύτερη είναι περισσότερο µια διαδικασία ψυχολογικής αλλαγής. Κάτω από ιδανικές συνθήκες, οι δυο διαδικασίες είναι συγχρονισµένες. Όταν δεν συµβαίνουν ταυτόχρονα, ο έφηβος ή η έφηβη έχει να αντιµετωπίσει ένα επιπρόσθετο στρες. Οι βιολογικές αλλαγές κατά τη εφηβεία συνοδεύονται από την επαναδραστηριοποίηση της σεξουαλικότητας, την ανάπτυξη της αφαιρετικής σκέψης και την έκρηξη της δηµιουργικότητας. Οι σωµατικές αλλαγές οφείλονται στις ορµονικές µεταβολές που επιτελούνται κατά την εφηβεία. Η αύξηση του επιπέδου έκκρισης ορµονών (τεστοστερόνης και οιστραδιόλης) επηρεάζει τη
λειτουργία του Κ.Ν.Σ. και είναι υπεύθυνη για τις αλλαγές συµπεριφοράς και διάθεσης που παρατηρούνται. Για παράδειγµα, τα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης έχουν συσχετιστεί µε την επιθετικότητα και την παρορµητικότητα σε ορισµένους άνδρες ή µε τη λίµπιντο στους εφήβους οπότε και εκδηλώνονται µε την ενόρµηση του φύλου, τον αυνανισµό και την ενόρµηση για συνουσία.

Πολλοί επιστήµονες ασχολήθηκαν µε τη εφηβεία καθώς είναι πολύ σηµαντική: ο Φρόιντ ανέφερε την εφηβεία σαν την περίοδο κατά την οποία επαναδραστηριοποιείται η λίµπιντο ή αλλιώς η σεξουαλική ενέργεια η οποία είχε παραµείνει κατά τα προεφηβικά χρόνια σε λανθάνουσα κατάσταση. Η κορύφωση της αντρικής σεξουαλικής ορµής τοποθετείται στην ηλικία των 17 µε 18 χρόνων.
Η Άννα Φρόιντ θεώρησε ότι οι δυο αµυντικοί µηχανισµοί που χρησιµοποιούνται συχνότερα από τους εφήβους µε σκοπό να αντιµετωπίσουν τις σεξουαλικές τους ενορµήσεις, είναι ο διανοητικισµός και ο ασκητισµός. Το πρώτο εκδηλώνεται µέσα από την ενασχόληση µε ιδέες και βιβλία , ενώ το δεύτερο εκδηλώνεται µέσα από µια υποχώρηση προς µια κατάσταση ενασχόλησης µε µεγάλες ιδέες και αποκήρυξη των σωµατικών ευχαριστήσεων. Οι περισσότεροι έφηβοι παλεύουν να ελέγξουν τις ενορµήσεις τους. Ο έφηβος της πρώιµης φάσης καθώς είναι ακόµη προσκολληµένος στην οικογένειά του µερικές φορές ζει µια αναζωπύρωση των Οιδιποδιακών του αισθηµάτων για το γονέα του αντιθέτου φύλου. Γενικά όµως, αυτές οι σκέψεις και τα αισθήµατα απωθούνται και η σεξουαλικότητα κατευθύνεται προς τα έξω. Μερικά χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου είναι οι ερωτικές απογοητεύσεις, η λατρεία διαφόρων ηρώων και η εξιδανίκευση αστέρων του κινηµατογράφου και της µουσικής.
Στη µέση εφηβεία είναι συχνός ο πειραµατισµός επάνω σε διάφορους σεξουαλικούς ρόλους και συµπεριφορές. Η έναρξη των εµµήνων στις έφηβες είναι δυνατόν να τους προκαλέσει ψυχικές δυσκολίες. Είναι καλό να πληροφορούνται από τους γονείς και όχι να εγκαταλείπονται στην όποια πληροφορία από παρέες ή από τα ΜΜΕ.
Όσον αφορά τη γνωστική ανάπτυξη των εφήβων και σύµφωνα µε τον Piaget, παρατηρείται ότι µε το ξεκίνηµα της εφηβείας η σκέψη γίνεται αφαιρετική, ικανή για χειρισµό εννοιών, προσανατολισµένη προς το µέλλον. Οι έφηβοι επιδεικνύουν αξιοσηµείωτη δηµιουργικότητα που µπορεί να εκφράζεται µέσα από διάφορους τρόπους (π.χ. µουσική, γράψιµο, ποίηση, αθλητισµό, ιδεολογικές αναζητήσεις πάνω σε ζητήµατα ανθρωπισµού, ηθικής, ηθών και θρησκείας).
Ο Βίνικκοττ θεωρεί ότι είναι µια περίοδος κατά την οποία συµβαίνει µια νέα προσαρµογή στην πραγµατικότητα και αυτή η αλλαγή κάνει τους εφήβους εύθραυστους και έχουν ανάγκη από ένα ικανό στήριγµα.
Σύµφωνα µε τον Erikson το µείζον καθήκον της εφηβείας είναι η επίτευξη ταυτότητας του εγώ. Ορίζεται ως η επίγνωση που έχει το άτοµο για το ποιος είναι και το που πάει. Βιώνει πλέον την αίσθηση ταυτότητας, την αίσθηση ότι είναι µοναδικός, ιδιαίτερος και προετοιµασµένος να ταιριάζει σε κάποιον κοινωνικό ρόλο. Γίνεται προσπάθεια να καθορίσει τη θέση του στο παρόν και τις προσδοκίες του για το µέλλον αντιλαµβανόµενος πως έχει τη δύναµη να ελέγχει τη µοίρα του.
Το φυσιολογικό αγώνα ο οποίος διαδραµατίζεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ο Erikson τον ονόµασε Ταυτότητα versus (εναντίον) Σύγχυση ρόλου. Η ταυτότητα είναι η ασφαλής αίσθηση του εαυτού. Η ανάπτυξη ταυτότητας εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από το πόσο επιτυχής ήταν η προσπάθεια του παιδιού να φθάσει στο αίσθηµα της πίστης, της αυτονοµίας, της πρωτοβουλίας και της φιλοπονίας. Η διαδικασία επίτευξης ταυτότητας διευκολύνεται και από τις ταυτίσεις που κάνει το παιδί µε τους γονείς ή µε τα υγιή γονεϊκά υποκατάστατα. Η ταυτότητα προϋποθέτει ένα αίσθηµα αλληλεγγύης µε τις ιδέες και τις αξίες της κοινωνικής οµάδας. Ο έφηβος δοκιµάζει διάφορους ρόλους και µεταβάλει τις ηθικές του αξίες µέχρι όµως να κατασταλάξει σε ένα ηθικό σύστηµα µε εσωτερική συνέπεια και λειτουργικότητα. Η σύγχυση που απαντάται και ως διάχυση ταυτότητας,
είναι η αποτυχία να αναπτυχθεί ένας συνεκτικός εαυτός ή µια συνεκτική εικόνα του ατόµου σε σχέση µε τον εαυτό του.
Η νέα πραγµατικότητα δηµιουργεί βασανιστικά ερωτήµατα ‘ τι είµαι εγώ’ ή ‘ποιος είµαι’. Επειδή δεν αισθάνονται αληθινοί υπάρχουν µέσα από την πρόκληση. Έτσι, πρόκληση και εξάρτηση γίνονται τα δυο κύρια χαρακτηριστικά της εφηβείας. Από τη µία επιθυµούν την εξάρτηση από την οικογένεια λόγω της ανασφάλειας που αισθάνονται και από την άλλη προκαλούν τους πάντες µε τη συµπεριφορά τους στην προσπάθειά τους να διαµορφώσουν ένα πολύ ξεχωριστό τρόπο για να υπάρχουν µέσα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Πράξεις που προκαλούν την αντίδραση του περίγυρου, τους κάνουν να αισθάνονται πραγµατικοί και πολλές φορές προσδίδουν µια προσωρινή
συνοχή σε µια οµάδα συνοµηλίκων.
Η ταύτιση µε την οµάδα επιτυγχάνεται µέσω της χρήσης ιδιαίτερων κωδικών όπως εκδηλώνονται στη γλώσσα που πολλές φορές χρησιµοποιούν όταν επικοινωνούν µεταξύ τους. Επιπλέον, µέσω στάσεων και συµπεριφορών (ντύσιµο, εξωτερική εµφάνιση) ή ακόµη και ιδιαίτερων κινήσεων που υιοθετούνται από οµάδες εφήβων προκειµένου να δώσουν το δικό τους στίγµα και να διαφοροποιηθούν από άλλες οµάδες συνοµηλίκων ή κατά κύριο λόγο από τους ενήλικες.
Προσπαθούν να διαµορφώσουν µια ιδιαίτερη, µοναδική κουλτούρα που να εκφράζει τη γενιά τους και µόνο. Η µορφή που παίρνει αυτή η κουλτούρα είναι πιθανό να αλλάζει σε πολύ γρήγορους ρυθµούς, όπως ακριβώς και η διάθεσή τους. Όταν οι γονείς πολλές φορές για δικούς τους προσωπικούς λόγους, ενσωµατώνουν στη δική τους κουλτούρα στοιχεία από την κουλτούρα των εφήβων το µόνο που καταφέρνουν είναι να τους εξωθούν σε πιο ακραίες καταστάσεις ώστε να διατηρούν τη διαφορετικότητά τους. Η συναισθηµατική ‘προίκα’ που κουβαλά ένας έφηβος από τα παιδικά του βιώµατα µέσα στην οικογένεια τον καθοδηγεί στους πειραµατισµούς του κατά την επιλογή οµάδων µε τις οποίες θα ταυτιστεί τελικά.
Οι σχέσεις των εφήβων εντός οµάδας χωρίζονται χονδρικά σε τρεις κατηγορίες: (α) στο πλήθος/µάζα (β) στην κλίκα και (γ) στις ατοµικές φιλίες. Η λιγότερο προσωπικές είναι οι πρώτες.
Τα µέλη µιας µάζας συγκεντρώνονται επειδή έχουν κοινά ενδιαφέροντα, κοινωνικές ιδέες και στη βάση κάποιας οργανωµένης κοινωνικής δραστηριότητας (π.χ. πάρτι όπου έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε αλληλεπίδραση τα δυο αντίθετα φύλα). Στη µάζα συµµετέχουν πολλές µικρότερες οµάδες εφήβων οι κλίκες. Αυτές καθώς είναι µικρότερες σε µέγεθος συµµετεχόντων µελών οµοιάζουν µε το σχήµα της οικογένειας δίνοντας την ευκαιρία να µεταβιβασθεί η πίστη από την οικογένεια στην κλίκα και παρέχουν ένα εναλλακτικό κέντρο όπου αισθάνονται ασφάλεια.
Αναπτύσσεται µεγάλη συνοχή, ενώ συνήθως συµµετέχουν άτοµα του ιδίου φύλου. Υπάρχει έντονη λεκτική επικοινωνία και ουσιαστικά οι κλίκες λειτουργούν προπαρασκευαστικά για τη συµµετοχή στις δραστηριότητες της µάζας.
Γίνεται αντιληπτό ότι η απόρριψη από την οµάδα συνοµηλίκων οδηγεί στην αποµόνωση και ο έφηβος που τη βιώνει περνά πολύ δύσκολες στιγµές. Συνήθως παρουσιάζουν χαµηλή αυτό- εκτίµηση και λόγω της φυσιολογικής τους ανάγκης να ανήκουν κάπου είναι πιθανό να προσχωρήσουν σε πιο περιθωριακές οµάδες, ώστε να αποκτήσουν οντότητα. Ακόµη η συµµόρφωση προς κάποια κλίκα/οµάδα να τους οδηγήσει σε πράξεις που µπορεί αργότερα να
µετανιώσουν που τις έκαναν. Σε αντιδιαστολή µε τα παραπάνω διάφοροι έφηβοι/ες που αισθάνονται διαφορετικοί έχουν βρει ‘καταφύγιο’ σε οµάδες µε δηµιουργικά κοινά σηµεία (π.χ. µουσικές µπάντες ή αθλητικές οµάδες).
Το περιβάλλον οφείλει να τους δώσει χρόνο επιτρέποντάς τους να παραµείνουν ανώριµοι. Η εφηβεία υποδηλώνει ανάπτυξη, και αυτή η ανάπτυξη χρειάζεται χρόνο. Η στάση των γονέων σε αυτή τη χρονική στιγµή έχει βαρύνουσα σηµασία. Στο διάστηµα της ανάπτυξης σε µια βελτιωτική πορεία οι γονείς πρέπει να παίρνουν την ευθύνη. Αν παραιτηθούν τότε οι έφηβοι θα βρεθούν βεβιασµένα σε µια ψευδο-ωριµότητα και θα χάσουν το πολύτιµο προσόν τους: την ελευθερία να ονειρεύονται, να έχουν νέες ιδέες και να ενεργούν παρορµητικά. Περισσότερο από την κατανόηση στην ανωριµότητα των εφήβων χρειάζεται να επιδείξουν αντοχή και σταθερότητα στη δοκιµή που υπόκεινται από τα παιδιά τους. Είναι ανάγκη να σταθούν κοντά τους και να συνδιαλλαγούν µαζί τους. Η αντιπαράθεση εδώ γίνεται συνώνυµο του ‘εµπεριέχω’ και της αποδοχής. Σηµαίνει ανταπόκριση της πρόκλησης και επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Έτσι, συµβάλλουν στη διαµόρφωση ή όχι µιας σταθερής προσωπικής ταυτότητας.
Η ζωντάνια και οι νέες ιδέες που πρεσβεύουν οι έφηβοι είναι πολύ χρήσιµες στην κοινωνία γιατί την εµπλουτίζουν και προσδίδουν ενθουσιασµό. Οι έφηβοι έχουν ανάγκη να αναπτύξουν µια δική τους κουλτούρα που θα ξεχωρίζει από αυτήν των προηγούµενων γενεών.
Στην εποχή µας φαινόµενα όπως η θεσµοθετηµένη παράταση της εφηβείας, η σχεδόν καταναγκαστική αφοσίωση των εφήβων στην εκπαιδευτική διαδικασία όπου µοιραία φέρνει σε δεύτερη µοίρα όλες τις άλλες µορφές έκφρασης, η στροφή σε εικονικές µορφές σχέσεων µέσω των νέων τεχνολογιών, η ολοένα και πιο πρόωρη απαίτηση να επιλέξουν επάγγελµα πολλές φορές χωρίς περιθώριο σφάλµατος και διόρθωσης, οδηγούν του εφήβους και τις οικογένειές τους σε µοναχικές προσπάθειες επίλυσης των προβληµάτων. Η οµαδική ανάλυση σεβόµενη την προσωπικότητα του καθένα και προάγοντας το διάλογο µπορεί να δείξει ένα διαφορετικό τρόπο επίλυσης των κρίσεων και δηµιουργίας σχέσεων.
Οι οµάδες εφήβων οι οποίες στηρίζονται στις αρχές της Οµαδικής Ανάλυσης έχουν συνήθως χαρακτήρα αυτογνωσίας. Αυτό σηµαίνει ότι συµβαδίζουν µε την έναρξη και την λήξη µιας σχολικής χρονιάς, καθώς οι αλλαγές στη ζωή τους είναι ταχύτατες και συχνά δεν εξασφαλίζεται η συνέχεια των µελών κάθε Σεπτέµβριο. Επιδιώκεται να είναι µεικτές οµάδες (αγόρια – κορίτσια).
Αποτελούν πραγµατικά ένα ασφαλές καταφύγιο για τους ανήσυχους εφήβους που συµµετέχουν ως µέλη είτε αντιµετωπίζουν ψυχοπαθολογικές δυσκολίες είτε απλά επιθυµούν να επικοινωνήσουν µε τον αυθόρµητο και άµεσο τρόπο που προσφέρει ένα οµαδικοαναλυτικό πλαίσιο. Μέσα σε µια οµάδα διαφαίνεται όλη η παραπάνω εικόνα που περιγράφηκε. Χαρακτηριστικό είναι οι έντονες αλλαγές µέσα σε µια συνάντηση: από ώριµες θεωρήσεις σε θέµατα που µπορεί να απασχολούν και ενήλικες εντελώς ξαφνικά σε παιδικές αντιδράσεις µε έντονα στοιχεία παλινδρόµησης. Οµοίως και οι µεταβιβάσεις προς τους θεραπευτές. Από τη µια να είναι πρόσωπα προς ταύτιση και αµέσως να γίνονται γονεϊκές φιγούρες που τους παρασύρουν πίσω στην παιδική ηλικία. Η ανοχή και η σταθερότητα από τη µεριά των θεραπευτών είναι απαραίτητα για την επιτυχή λειτουργία της οµάδας. Οι έφηβοι/ες βρίσκουν την κατανόηση, εκφράζουν την ενδοψυχική σύγκρουση που βιώνουν µε διάφορους τρόπους και εκδηλώνουν µε ανακούφιση την περιβόητη κρίση της εφηβείας που τόσο τροµάζει τους γονείς. Η παντοδυναµία και η αµφιθυµία που χαρακτηρίζουν τους εφήβους αποτελούν σοβαρές αντιστάσεις για την ένταξή τους στις οµάδες αυτογνωσίας.
Σε ότι αφορά µικρότερους εφήβους (ηλικίας 13-16) προτείνονται οµάδες µε χρήση δραστηριοτήτων τέχνης (αντικείµενο). Το αντικείµενο θα διευκολύνει την αµηχανία που προκύπτει από την απραξία της απλής συµµετοχής από µια καρέκλα, ενώ παράλληλα βρίσκει έκφραση η δηµιουργικότητα µέσω του αντικειµένου και εκτονώνεται η διάχυτη ενέργεια των εφήβων αυτής της ηλικίας.
Παρακάτω παρουσιάζονται συνοπτικά ζητήµατα που απασχολούν τους εφήβους όπως καταγράφηκαν µέσα από την εµπειρία µε οµάδες εφήβων.
• Σχέσεις µε τους γονείς. Οι συγκρούσεις γίνονται συχνότερες και εντονότερες. Τα κύρια θέµατα διαφωνίας είναι: το χαρτζιλίκι και η διαχείρισή του, η ώρα επιστροφής στο σπίτι, οι βραδινές έξοδοι, η σωµατική καθαριότητα και η τάξη του προσωπικού χώρου, η επίδοση στο σχολείο, η επιλογή ερωτικού συντρόφου (κυρίως για τα κορίτσια)
• Σχέσεις µε το αντίθετο φύλο. Αρχίζουν τα πρώτα φλερτ και ερωτικά σκιρτήµατα. ‘Ντύνουν’ µε δικαιολογία τις ούτως ή άλλως έντονες συναισθηµατικές µεταπτώσεις (π.χ. από ενθουσιασµό γιατί τα έφτιαξα σε κατάθλιψη γιατί τα χάλασα)
• Εµφάνιση της περιόδου στα κορίτσια και τριχοφυΐας στα αγόρια η οποία συνοδεύεται από έντονη ανάπτυξη της σεξουαλικότητας. Όπως κάθε τι καινούργιο φοβίζει. Υπάρχει όµως έντονη και η ικανοποίηση του µεγαλώµατος
• Αυξηµένες απαιτήσεις της εκπαίδευσης. Μείωση ελεύθερου χρόνου µε το συνεχές τρέξιµο σε φροντιστήρια αλλά και το φόρτο της καθηµερινής µελέτης. Μοιάζουν να πληρώνουν τα κενά του κακού ελληνικού εκπαιδευτικού συστήµατος
• Αναζήτηση µελλοντικού επαγγέλµατος. Ειδικά όσο πλησιάζουν οι Πανελλαδικές εξετάσεις.
• Έναρξη χρήσης ουσιών (π.χ. κάπνισµα, αλκοόλ). Η περιέργεια αυξάνει. Οι πειρασµοί και η πίεση από τους συνοµηλίκους επίσης, καθώς συνοδεύονται και από µια αίσθηση χειραφέτησης και αντιδραστικότητας.
• Επικείµενη υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας. Για τα πιο µεγάλα αγόρια η αγωνία µεγαλώνει.
• Επιθυµία να µετακοµίσουν σε σπίτι µόνοι/ες. Όλοι το ονειρεύονται και κάνουν σχέδια αλλά όταν φτάνει η στιγµή ξυπνάν αγωνίες και νοσταλγία για τη φροντίδα της µαµάς
• Αποχαιρετισµός της παιδικής ηλικίας. Πολύ κλάµα.
 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βίννικοττ, Ντ. (2000). Το Παιδί , το Παιχνίδι και η Πραγµατικότητα. Αθήνα: Καστανιώτης.
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2006). Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων. Αναπτυξιακή
Προσέγγιση. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Λούτσος, Σ. (2002). Εφηβεία: ένα βήµα πριν την Ενηλικίωση. Εισαγωγικό Σεµινάριο Οµαδικών
∆υναµικών 2001-2002, Ελληνική Εταιρεία Οµαδικής Ανάλυσης και Ψυχοθεραπείας. Αθήνα.
Ρεπάσος, Γ., Λούτσος, Σ. (2000). Οι Έφηβοι: η εξέλιξή τους στην Οικογένεια , στο Σχολείο, στην
Κοινότητα. Ηµερίδα του Παιδοψυχολογικού – Παιδοψυχιατρικού τµήµατος της Ελληνικής
Εταιρείας Οµαδικής Ανάλυσης και Ψυχοθεραπείας. Αθήνα.
Cole, M. & Cole, S. (2002). Η Ανάπτυξη των Παιδιών.Εφηβεία. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Davis and Wallbridg (1983). Boundary and Space. London: Karnac.
Erikson, E.H. (1968). Identity: Youth & Crisis. New York: Norton.
Feldman S., Shirley & Elliot, Glen R. (1991). At the Threshold: The Developing Adolescent.
Campridge, Mass: Havvard University Press.
Foulkes S.H. and Anthony E.J. (1957). Group Psychotherapy the psychoanalytic approach.
London: Karnac.
Kroger J. (1989). Identity in Adolescence. London: Routledge.
8
Waterman A.S. (1985). Identity in the context of Adolescent Psychology: Progress and Contents.
San Fransisco: Jossey – Bass.